Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ый ατιμώρητος

См. также в других словарях:

  • ατιμώρητος — η, ο (AM ἀτιμώρητος, ον) 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα 2. ο χωρίς εκδίκηση νεοελλ. αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος μσν. ανώδυνος αρχ. αβοήθητος, ανυπεράσπιστος …   Dictionary of Greek

  • ατιμώρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν τιμωρήθηκε ή που ξεφεύγει την τιμωρία: Κατάφερε να μείνει ατιμώρητος, μόλο που ήταν ανακατεμένος κι εκείνος στην υπόθεση αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτιμώρητος — ἀτῑμώρητος , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… …   Dictionary of Greek

  • ἀτιμωρήτως — ἀτῑμωρήτως , ἀτιμώρητος unavenged adverbial ἀτῑμωρήτως , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτιμώρητον — ἀτῑμώρητον , ἀτιμώρητος unavenged masc/fem acc sg ἀτῑμώρητον , ἀτιμώρητος unavenged neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… …   Dictionary of Greek

  • αθώος — α, ο (Α ἀθῷος, ον, και ῷος, α, ον) 1. αυτός που έχει απαλλαγεί από κάποια κατηγορία, ο μη ένοχος 2. ο ανεύθυνος για κάτι νεοελλ. αγαθός, αφελής, απονήρευτος αρχ. 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάτι, ατιμώρητος 2. αυτός που δεν έφταιξε, που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ανεκδίκητος — η, ο (Α ἀνεκδίκητος, ον) 1. εκείνος που έμεινε ατιμώρητος, που δεν τον εκδικήθηκε κανείς 2. εκείνος που δεν εκδικήθηκε, δεν πήρε εκδίκηση …   Dictionary of Greek

  • ανεπιτίμητος — ἀνεπιτίμητος, ον (Α) εκείνος που δεν μπορεί κανείς να επιτιμήσει, να επιπλήξει 2. που δεν τιμωρήθηκε, ατιμώρητος …   Dictionary of Greek

  • απαθής — (AM ἀπαθής, οῡς, ές) [πάθος] ο χωρίς πάθος, ο ατάραχος αρχ. μσν. αβλαβής, υγιής αρχ. 1. αυτός που δεν υποφέρει από κάτι ή δεν έχει πάθει κάτι («ἀπαθὴς κακῶν», Ηρόδ. «ἀπαθὴς νόσων», Δημοσθ.) 2. όποιος δεν δοκίμασε κάτι, δεν έχει εμπειρία («ἀπαθὴς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»